συμπυρσοκρότηση

συμπυρσοκρότηση
η, Ν
1. ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση από πολλά όπλα
2. ο κρότος από ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πυρσοκροτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυρσοκρότησις, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”